- σκοροδομάχοι
- σκοροδο-μάχοι, οἱ,A Garlic-fighters, Luc.VH1.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σκοροδομάχοι — Garlic fighters masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοροδομάχοι — Garlic fighters masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκοροδομάχοι — οἱ, Α (κωμική προσωνυμία ενός φανταστικού λαού) αυτοί που μάχονται με σκόρδα αντί για πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον + μάχος (< μάχομαι)] … Dictionary of Greek